ξάκρισμα

ξάκρισμα
τό
1) отведение в сторону (для разговора); 2) отбрасывание, откладывание в сторону (чего-л. ненужного); 3) обрезание, отделывание краёв; 4) доделка краёв (поля и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ξάκρισμα" в других словарях:

  • ξάκρισμα — το, ατος η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ξακρίζω: Το βιβλίο θέλει ξάκρισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξάκρισμα — το [ξακρίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξακρίζω, ιδίως το κόψιμο τών άκρων ενός αντικειμένου …   Dictionary of Greek

  • βιβλιοδεσία — Σύνολο εργασιών με τις οποίες συναρμολογείται σε τόμο ένα βιβλίο με τη συρραφή ορισμένου αριθμού τυπογραφικών φύλλων και την επικόλληση εξωτερικού περιβλήματος. Στην καθημερινή ομιλία, o όρος χρησιμοποιείται και για να υποδηλώσει μόνο το… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»